Wpatrywać στα ελληνικά
Μετάφραση: wpatrywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέμμα, μάτι, οφθαλμός, ατενίζω, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα
Μεταφράσεις
- bufet στα ελληνικά - σκευοθήκη, σερβάντα, μπουφές, ντουλάπι, μπουφέ, σε μπουφέ, πρωινού, ...
- domowo στα ελληνικά - σπίτι
- dużo στα ελληνικά - πολλοί, άφθονος, πολλά, πολλές, πολύ, πολλή
- gać στα ελληνικά - φτάνω, GAC, ΣΓΥ, της GAC, Γενικών Υποθέσεων, Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων
Τυχαίες λέξεις
Wpatrywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέμμα, μάτι, οφθαλμός, ατενίζω, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα
Μεταφράσεις: βλέμμα, μάτι, οφθαλμός, ατενίζω, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα