Wprowadzać στα ελληνικά

Μετάφραση: wprowadzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστήνω, μυώ, υλοποιώ, εισάγω, τοποθετώ, εργαλείο, όργανο, επιβάλλω, ξεκινώ, φυτεύω, βάζω, φυτό, εισέρχομαι, χειροτονώ, εργοστάσιο, εγκαινιάζω, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν
Wprowadzać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dmuchacz στα ελληνικά - φυσητήρας, φυσητήρα, ανεμιστήρα, ανεμιστήρας, του ανεμιστήρα
  • drukowalny στα ελληνικά - εκτυπώσιμος, εκτυπώσιμη, printable, εκτυπώσιμο, την εκτυπώσιμη
  • graficznie στα ελληνικά - γραφικά, γραφικής, γραφικώς, γραφική, γραφικής παραστάσεως
  • grafika στα ελληνικά - είδωλο, γραφικά, εικόνα, γραφικών, γραφήματα, τα γραφικά, γραφική παράσταση
Τυχαίες λέξεις
Wprowadzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστήνω, μυώ, υλοποιώ, εισάγω, τοποθετώ, εργαλείο, όργανο, επιβάλλω, ξεκινώ, φυτεύω, βάζω, φυτό, εισέρχομαι, χειροτονώ, εργοστάσιο, εγκαινιάζω, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν