Wsłuchać στα ελληνικά

Μετάφραση: wsłuchać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Wsłuchać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ekonom στα ελληνικά - θαλαμηπόλος, οικονόμος, επιστάτης, οικονομολόγος, Steward, επόπτης, οικονόμου, ...
  • fajf στα ελληνικά - στο σπίτι
  • horyzontalnie στα ελληνικά - οριζόντια, οριζοντίως, σε οριζόντια, οριζόντιο, οριζόντια θέση
  • irygacyjny στα ελληνικά - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
Τυχαίες λέξεις
Wsłuchać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε