Współpracować στα ελληνικά
Μετάφραση: współpracować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεργάζομαι, εργασία, εργάζομαι, δουλειά, δουλεύω, συναναστρέφομαι, συνεισφέρω, ταξινομώ, συνεργάζονται, συνεργάζεται, συνεργαστούν, να συνεργάζονται, συνεργαστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- barykada στα ελληνικά - φράσσω, οδόφραγμα, οδοφράγματος, φράγμα, οδοφράγματα, barricade
- bezsmakowy στα ελληνικά - άγευστος, άγευστη, άγευστο, tasteless, άγευστα
- dyplomatycznie στα ελληνικά - διπλωματικά, διπλωματικό, διπλωματικό τρόπο, με διπλωματικό, της διπλωματικής οδού
- dzieje στα ελληνικά - παραμύθι, ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού
Τυχαίες λέξεις
Współpracować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεργάζομαι, εργασία, εργάζομαι, δουλειά, δουλεύω, συναναστρέφομαι, συνεισφέρω, ταξινομώ, συνεργάζονται, συνεργάζεται, συνεργαστούν, να συνεργάζονται, συνεργαστεί
Μεταφράσεις: συνεργάζομαι, εργασία, εργάζομαι, δουλειά, δουλεύω, συναναστρέφομαι, συνεισφέρω, ταξινομώ, συνεργάζονται, συνεργάζεται, συνεργαστούν, να συνεργάζονται, συνεργαστεί