Współpracownik στα ελληνικά
Μετάφραση: współpracownik, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τύπος, συσχετίζω, τσιράκι, συνεργάτης, συνάδελφος, βοηθός, επικουρία, συνέταιρος, βοήθεια, αρωγή, καταδότης, άντρας, σύντροφος, συνάδελφό, συνάδελφός, τον συνάδελφό, ο συνάδελφός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asfalt στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
- bezsłowny στα ελληνικά - βουβός, χωρίς λόγια, χωρίς λέξεις, βουβή, άρρητο
- epizootyczny στα ελληνικά - επιζωοτία, επιζωοτική, επιζωοτικής, επιζωοτικών, επιζωοτικές
- gips στα ελληνικά - ρίξιμο, επιτελείο, βολή, γύψος, γύψου, γύψο, του γύψου, ...
Τυχαίες λέξεις
Współpracownik στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τύπος, συσχετίζω, τσιράκι, συνεργάτης, συνάδελφος, βοηθός, επικουρία, συνέταιρος, βοήθεια, αρωγή, καταδότης, άντρας, σύντροφος, συνάδελφό, συνάδελφός, τον συνάδελφό, ο συνάδελφός
Μεταφράσεις: τύπος, συσχετίζω, τσιράκι, συνεργάτης, συνάδελφος, βοηθός, επικουρία, συνέταιρος, βοήθεια, αρωγή, καταδότης, άντρας, σύντροφος, συνάδελφό, συνάδελφός, τον συνάδελφό, ο συνάδελφός