Τσιράκι στα πολωνικά

Μετάφραση: τσιράκι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sługa, współpracownik, kolaborant, sługus, ulubieniec, minion, sługą
Τσιράκι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιράκι

τσιράκι ετυμολογία, τσιράκι λεξικό γλώσσας πολωνικά, τσιράκι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • τσιμπώ στα πολωνικά - przyciśnięcie, zaciśnięcie, żądło, uszczypnięcie, niszczyć, dogryzać, pieczenie, ...
  • τσιπ στα πολωνικά - wiórek, ciosać, odprysk, obstukiwać, krajać, struktura, odłamek, ...
  • τσιτσιρίζω στα πολωνικά - skwierczeć, skwierczenie, zaskwierczeć, syk, ćwierkać, ćwierkanie, Tweet, ...
  • τσιτώνω στα πολωνικά - pokłuć, idiota, ukłucie, przekłuć, kutas, ukłuć, kłuć, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσιράκι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: sługa, współpracownik, kolaborant, sługus, ulubieniec, minion, sługą