Wstać στα ελληνικά
Μετάφραση: wstać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνομαι, αύξηση, ανατέλλω, ορθώνομαι, σηκωθούν, σταθεί, σηκώνεται, σηκωθεί, να σηκώνεται
Μεταφράσεις
- boski στα ελληνικά - θεσπέσιος, θεϊκός, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
- dwuzasadowy στα ελληνικά - διβασικός, διβασικό, διβασικού, διβασικά, διβασικών
- dystynkcja στα ελληνικά - βελτίωση, αξιοπρέπεια, λεπτότητα, διύλιση, ραφινάρισμα, ευγένεια
- gencjana στα ελληνικά - γεντιακή, gentian, γεντιανής, γεντιανή, τη γεντιανή
Τυχαίες λέξεις
Wstać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, αύξηση, ανατέλλω, ορθώνομαι, σηκωθούν, σταθεί, σηκώνεται, σηκωθεί, να σηκώνεται
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, αύξηση, ανατέλλω, ορθώνομαι, σηκωθούν, σταθεί, σηκώνεται, σηκωθεί, να σηκώνεται