Wyśmiewać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyśmiewać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γελοιοποιώ, ανιχνευτής, ανιχνεύω, διασυρμός, πρόσκοπος, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dworak στα ελληνικά - αυλικός, αυλικού, αυλικό, του παλατιού, μελικός
- episkop στα ελληνικά - Επισκοπής, επισκοπικού, Επίσκοπος, Επισκόπου, Επίσκοπου
- fetyszysta στα ελληνικά - φετίχ, φετιχιστή, φετιχιστής, φετιχιστικά, φετιχιστικού
- imperialistyczny στα ελληνικά - ιμπεριαλιστική, ιμπεριαλιστικές, ιμπεριαλιστικό, ιμπεριαλιστικών, ιμπεριαλιστικού
Τυχαίες λέξεις
Wyśmiewać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γελοιοποιώ, ανιχνευτής, ανιχνεύω, διασυρμός, πρόσκοπος, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
Μεταφράσεις: γελοιοποιώ, ανιχνευτής, ανιχνεύω, διασυρμός, πρόσκοπος, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό