Wybuchać στα ελληνικά
Μετάφραση: wybuchać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεσπώ, ρέψιμο, εκρήγνυμαι, ξέσπασμα, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, εκρήγνυνται
Μεταφράσεις
- bałwański στα ελληνικά - άμυαλος, ανεγκέφαλος, ανεγκέφαλους, ανεγκέφαλο, ανεγκέφαλων, άνους
- cielęcina στα ελληνικά - μοσχαρίσιο κρέας, μοσχαρίσιο, κρέατος, κρέας, κρέατος που
- duplikować στα ελληνικά - διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
- interfon στα ελληνικά - ενδοεπικοινωνίας, ενδοτηλεφωνικού, ενδοτηλεφωνικό, ενδοεπικοινωνίας των
Τυχαίες λέξεις
Wybuchać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεσπώ, ρέψιμο, εκρήγνυμαι, ξέσπασμα, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, εκρήγνυνται
Μεταφράσεις: ξεσπώ, ρέψιμο, εκρήγνυμαι, ξέσπασμα, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, εκρήγνυνται