Wydobrzeć στα ελληνικά
Μετάφραση: wydobrzeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επουλώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Μεταφράσεις
- chuchro στα ελληνικά - ασθενές πλάσμα, αδύναμος
- farmaceuta στα ελληνικά - χημικός, φαρμακοποιός, φαρμακοποιό, το φαρμακοποιό, τον φαρμακοποιό, φαρμακοποιού
- gromadny στα ελληνικά - άρθρωση, γόμφος, κοψίδι, κοινός, αγελαίος, gregarious, αγελαίο, ...
- gąbczastość στα ελληνικά - σπογγώδες, σπογγώδη υφή, υποχωρεί ελαστικά, μια σπογγώδης, σχετική σπογγώδη
Τυχαίες λέξεις
Wydobrzeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επουλώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Μεταφράσεις: επουλώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν