Wydobywać στα ελληνικά

Μετάφραση: wydobywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, νταμάρι, βγάζω, αξιοποιώ, θεωρητικός, εκχύλισμα, μεταλλείο, νάρκη, επιφέρω, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
Wydobywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alumn στα ελληνικά - τελειόφοιτος, απόφοιτος, απόφοιτος κολλεγίου, απόφοιτο, απόφοιτος του
  • bulić στα ελληνικά - πληρώνω, ξεφλουδίσετε έξω, εξοικονομήσει, κοχύλι έξω, κέλυφος από
  • dziesiętno-dwójkowy στα ελληνικά - δυαδικά, δυαδικό, δυαδικώς, δυαδικών, δυαδική
  • gorset στα ελληνικά - κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
Τυχαίες λέξεις
Wydobywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, νταμάρι, βγάζω, αξιοποιώ, θεωρητικός, εκχύλισμα, μεταλλείο, νάρκη, επιφέρω, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα