Wykorzeniać στα ελληνικά

Μετάφραση: wykorzeniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαφανίζω, εξαλείφω, ξεριζώνω, εξολοθρεύω, εξάλειψη, την εξάλειψη, εξάλειψη της, την εξάλειψη της, εκρίζωση
Wykorzeniać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • butik στα ελληνικά - μπουτίκ, boutique, το boutique, το μπουτίκ
  • czernieć στα ελληνικά - αμαυρώνω, λερώνω, μαυρίσει, αμαυρώνουν, στιγματίζουν, αμαυρώσει
  • dopłata στα ελληνικά - προσαύξηση, επιβάρυνση, επιπλέον χρέωση, με επιπλέον χρέωση, χρέωση
  • idealistyczny στα ελληνικά - ιδεαλιστικός, ιδεαλιστική, ιδεαλιστικό, ιδεαλιστικές, ιδεαλιστικών, ιδεαλιστές
Τυχαίες λέξεις
Wykorzeniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαφανίζω, εξαλείφω, ξεριζώνω, εξολοθρεύω, εξάλειψη, την εξάλειψη, εξάλειψη της, την εξάλειψη της, εκρίζωση