Wykorzystać στα ελληνικά

Μετάφραση: wykorzystać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, εξαντλώ, μειώνω, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Wykorzystać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akwaforta στα ελληνικά - χαλκογραφία, χάραξη, χάραξης, χαρακτική, χαράξεως
  • chemioterapia στα ελληνικά - Χημειοθεραπεία, Η χημειοθεραπεία, Chemotherapy, Χημειοθεραπείας, τη χημειοθεραπεία
  • docieranie στα ελληνικά - φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
  • galas στα ελληνικά - χολή, χοληδόχου, χοληδόχο, της χοληδόχου, τη χοληδόχο
Τυχαίες λέξεις
Wykorzystać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, εξαντλώ, μειώνω, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση