Wykrzesać στα ελληνικά
Μετάφραση: wykrzesać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεργία, χτυπώ, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amylaza στα ελληνικά - αμυλάση, αμυλάσης, της αμυλάσης, αμυλάσης του, αμυλάσης που
- artretyzm στα ελληνικά - αρθρίτιδα, αρθρίτιδας, αρθρίτιδος, την αρθρίτιδα, της αρθρίτιδας
- czystość στα ελληνικά - ευκρίνεια, ακεραιότητα, φινέτσα, σαφήνεια, καθαριότητα, καθαριότητα των, την καθαριότητα, ...
- hałasowanie στα ελληνικά - θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, το θόρυβο
Τυχαίες λέξεις
Wykrzesać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεργία, χτυπώ, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Μεταφράσεις: απεργία, χτυπώ, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα