Wymurówka στα ελληνικά
Μετάφραση: wymurówka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, καπνοδόχο, καπνοδόχων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dekretować στα ελληνικά - διάταγμα, θέσπισμα, θεσπίζω, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
- gangrena στα ελληνικά - γάγγραινα, γάγγραινας, τη γάγγραινα, η γάγγραινα
- gosposia στα ελληνικά - οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
- ikonoskop στα ελληνικά - iconoscope
Τυχαίες λέξεις
Wymurówka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, καπνοδόχο, καπνοδόχων
Μεταφράσεις: καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, καπνοδόχο, καπνοδόχων