Wymyślać στα ελληνικά

Μετάφραση: wymyślać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφευρίσκω, προπηλακίζω, κατασκευάζω, επινοώ, δημιουργώ, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Wymyślać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apetyt στα ελληνικά - όρεξη, καημός, επιθυμία, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή
  • błaznowanie στα ελληνικά - καραγκιοζιλίκια, κλόουν, clowning
  • chorowitość στα ελληνικά - αναγούλα, καχεξία, φιλασθένεια, ασθενικότης, νοσηρότητας
  • grubasek στα ελληνικά - παιδί, fatso
Τυχαίες λέξεις
Wymyślać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφευρίσκω, προπηλακίζω, κατασκευάζω, επινοώ, δημιουργώ, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν