Wynająć στα ελληνικά
Μετάφραση: wynająć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοικιάζω, ενοίκιο, ενοικιάζομαι, αφήνω, νοίκι, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biblia στα ελληνικά - Αγία Γραφή, Γραφή, Γραφής, Βίβλος, Αγία
- demograficznie στα ελληνικά - δημογραφικά, δημογραφική άποψη, δημογραφικής εξέλιξης, από δημογραφική, τις δημογραφικά
- fug στα ελληνικά - αρθρώσεις, αρθρώσεων, αρμούς, τις αρθρώσεις, αρμών
- gazometr στα ελληνικά - γκαζόμετρο, αερόμετρο, αεριοφυλάκιο, Gasometer, αυτόματη ανέμη
Τυχαίες λέξεις
Wynająć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοικιάζω, ενοίκιο, ενοικιάζομαι, αφήνω, νοίκι, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος
Μεταφράσεις: ενοικιάζω, ενοίκιο, ενοικιάζομαι, αφήνω, νοίκι, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος