Λέξη: κατάρτι

Σχετικές λέξεις: κατάρτι

βιβλιοπωλείο κατάρτι, κατάρτι ρέθυμνο, κατάρτι κι ατμόσ, κατάρτι μετάφραση, κατάρτι κι ατμός βασίλης λέκκας στιχοι, κατάρτι english, παραλία κατάρτι, κατάρτι εκδόσεισ, μεσιανό κατάρτι

Συνώνυμα: κατάρτι

ιστός, αντένα

Μεταφράσεις: κατάρτι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mast, the mast, mast of, a mast
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
árbol, mástil, mástil de, del mástil, de mástil, el mástil
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mast, Mast, Mastes, Hubgerüst
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pylône, mât, mat, mât de, mâts, le mât
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
albero, montante, dell'albero, palo, mast
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maciço, pau, mastro, do mastro, mast, mastro de, de mastro
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mast, hefmast, de mast, masten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плодокорм, мачта, мачты, тучных, мачте, мачту
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mast, stang, masten, maste
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mast, masten, lyftstativet, mastens
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
salko, masto, maston, mast, mastoon, syöttösolujen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mast, masten, mastens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stožár, stěžeň, žírných, stožáru, mast
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
maszt, Mast, masztu, tucznych, do masztu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árboc, Oszlop, Emelőoszlop, Mast, hízósejtek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
direk, mast, direği, asansör
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
масивний, щогла, мачта, матчу, мачту
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
direk, direk i, mast, shtyllë, shtize
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мачта, мачтата, на мачтата, мастни, мачти
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мачта, шчогла, матча, мачта *
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaardi, mast, masti, nuumrakkude, mastide, mastil
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koplje, jarbol, stijeg, jarbola, mast, mastocita, jarbolu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mastur, mastrið, masturs, Gufuskálum, mastri
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
arbor
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stiebas, Mast, stiebo, putliųjų, laivo stiebas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
masts, Mast, masta, mastu, tuklo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јарболот, копје, јарбол, маст
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
catarg, pilonului, mast, catargul, Pilon
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mast, jambor, teleskopa, teleskop, jarbolom
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stožiar, Zdvihový stožiar
Τυχαίες λέξεις