Wynalazek στα ελληνικά
Μετάφραση: wynalazek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτίωση, εφεύρεση, ανακάλυψη, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
Μεταφράσεις
- dobudówka στα ελληνικά - προέκταση, επέκταση, έκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
- dostawa στα ελληνικά - προμήθεια, παροχή, χορήγηση, παρέχω, παράδοση, παραλαβή, διανομή, ...
- fastrygować στα ελληνικά - τρυπώνω, βελονιάζω, ραβδίζω, αλείφω με λίπος, περιχύνω κρέας με σάλτσα
- hektografować στα ελληνικά - πολλαπλός, πολύγραφος
Τυχαίες λέξεις
Wynalazek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτίωση, εφεύρεση, ανακάλυψη, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
Μεταφράσεις: βελτίωση, εφεύρεση, ανακάλυψη, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης