Εφεύρεση στα πολωνικά

Μετάφραση: εφεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wynalazek, wymysł, wymyślenie, inwencja, wynalezienie, wynalazku
Εφεύρεση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφεύρεση

εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση λεξικό γλώσσας πολωνικά, εφεύρεση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εφευρετικός στα πολωνικά - pomysłowy, wynalazczy, według wynalazku, pomysłowe, wynalazkiem
  • εφευρετικότητα στα πολωνικά - zaradność, pomysłowość, wynalazczość, przedsiębiorczość, przebiegłość, inwencja, wynalazczości, ...
  • εφηβεία στα πολωνικά - dojrzewanie, dorastanie, młodość, pokwitanie, dojrzewania, dojrzewanie płciowe, okres dojrzewania
  • εφηβικός στα πολωνικά - młodzieńczy, młodociany, dziewczyna, nastolatek, młodzieniec, dojrzały, nubile, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφεύρεση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wynalazek, wymysł, wymyślenie, inwencja, wynalezienie, wynalazku