Wyznawać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyznawać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξομολογώ, διαβεβαιώνω, κατέχω, της], διακηρύσσω, ομολογώ, πρεσβεύουν, φανερά, πρεσβεύει, ομολογούν, διακηρύσσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dźwięk στα ελληνικά - βαθουλωμένος, κούφιος, ατμόσφαιρα, ήχος, γερός, κοίλος, τόνος, ...
- grenadier στα ελληνικά - γρεναδιέρος, γρεναδιέρο, γρεναδιέρου, μακρόουρου, γρεναδιέρους
- gwizdać στα ελληνικά - σφυρίζω, σφύριγμα, σκούζω, σκούξιμο, σφυρίχτρα, διαιτητής, τέλειωσε, ...
Τυχαίες λέξεις
Wyznawać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξομολογώ, διαβεβαιώνω, κατέχω, της], διακηρύσσω, ομολογώ, πρεσβεύουν, φανερά, πρεσβεύει, ομολογούν, διακηρύσσουν
Μεταφράσεις: εξομολογώ, διαβεβαιώνω, κατέχω, της], διακηρύσσω, ομολογώ, πρεσβεύουν, φανερά, πρεσβεύει, ομολογούν, διακηρύσσουν