Wyzwać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyzwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γένι, μούσι, προκαλώ, αψηφούν, αψηφά, αψηφήσουν, αψηφήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abstrahowanie στα ελληνικά - αφαίρεση, άντληση, αφαίρεσης, άντλησης, αντλήσεις
- anglezyt στα ελληνικά - αγγλεσίτη
- granulować στα ελληνικά - κόκκων, κοκκώδες, κοκκώδες υλικό, κοκκοποίημα, κοκκώδους
- gwarny στα ελληνικά - ηχηρός, θορυβώδης, βροντερός, θορυβώδη, θορυβώδες, θορυβώδεις, θόρυβο
Τυχαίες λέξεις
Wyzwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γένι, μούσι, προκαλώ, αψηφούν, αψηφά, αψηφήσουν, αψηφήσει
Μεταφράσεις: γένι, μούσι, προκαλώ, αψηφούν, αψηφά, αψηφήσουν, αψηφήσει