Wyzywać στα ελληνικά

Μετάφραση: wyzywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόκληση, αψηφώ, αντιστέκομαι, γενναίος, προκαλώ, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Wyzywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • automatyzm στα ελληνικά - αυτοματισμό, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματισμούς, αυτοματισμών
  • bungalow στα ελληνικά - μπαγκάλοου, Μπανγκαλόου, το Μπανγκαλόου
  • dzierżawczy στα ελληνικά - κτητικός, κτητική, κτητικό, κτητικοί, κτητικές
  • głośność στα ελληνικά - όγκος, φωνή, ποσότητα, όγκο, όγκου, ένταση
Τυχαίες λέξεις
Wyzywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόκληση, αψηφώ, αντιστέκομαι, γενναίος, προκαλώ, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για