Wzmiankować στα ελληνικά
Μετάφραση: wzmiankować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυμάμαι, αναφορά, αναφέρω, αναφέρουμε, αναφέρει, αναφέρουν, αναφέρετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agregować στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, συνολικός, σύνολο, συνολικό, συνολική, συνολικά
- bekhend στα ελληνικά - backhand, ρεβέρ, το backhand, backhand του, πίσω χέρι
- formowanie στα ελληνικά - πλάσιμο, σχηματισμός, διαμόρφωση, σχηματισμό, σχηματισμού, το σχηματισμό
- gilotyna στα ελληνικά - καρμανιόλα, λαιμητόμος, γκιλοτίνα, γκιλοτίνας, λαιμητόμου
Τυχαίες λέξεις
Wzmiankować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυμάμαι, αναφορά, αναφέρω, αναφέρουμε, αναφέρει, αναφέρουν, αναφέρετε
Μεταφράσεις: θυμάμαι, αναφορά, αναφέρω, αναφέρουμε, αναφέρει, αναφέρουν, αναφέρετε