Wzmocnienie στα ελληνικά

Μετάφραση: wzmocnienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαύξηση, εδραίωση, απολαβή, ενίσχυση, εντατικοποίηση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως
Wzmocnienie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auto στα ελληνικά - αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
  • dykteryjka στα ελληνικά - ιστορία, ανέκδοτο, παραμύθι, πείραγμα, quip, ειρωνεύομαι, ευφυολογώ, ...
  • fizjologiczny στα ελληνικά - φυσιολογικός, φυσιολογικές, φυσιολογικό, φυσιολογική, φυσιολογικών
Τυχαίες λέξεις
Wzmocnienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαύξηση, εδραίωση, απολαβή, ενίσχυση, εντατικοποίηση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως