Ενίσχυση στα πολωνικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozwinięcie, rozszerzenie, zwiększenie, posiłek, armatura, wzmocnienie, zbrojenie, amplifikacja, amplifikacji, amplifikację
Ενίσχυση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας πολωνικά, ενίσχυση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα πολωνικά - dorosły, osoba dorosła, dorosłych, dorośli
  • ενήλικος στα πολωνικά - dorosły, osoba dorosła, dorosłych, dorośli
  • εναγής στα πολωνικά - wstrętny, niesmaczny, obrzydliwy, ohydny, powód, powódka, powoda, ...
  • εναγόμενος στα πολωνικά - pozwany, oskarżony, podsądny, pozwana, strona pozwana
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rozwinięcie, rozszerzenie, zwiększenie, posiłek, armatura, wzmocnienie, zbrojenie, amplifikacja, amplifikacji, amplifikację