Zainfekować στα ελληνικά

Μετάφραση: zainfekować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Zainfekować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • budowlany στα ελληνικά - κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση
  • ciśnienie στα ελληνικά - τόνος, πίεση, στρες, τονίζω, άγχος, πίεσης, πιέσεως, ...
  • epigraficzny στα ελληνικά - επιγραφικές, επιγραφικών, επιγραφικά, επιγραφική, επιγραφές
  • ewaluacja στα ελληνικά - αξιολόγηση, εκτίμηση, αξιολόγησης, την αξιολόγηση, της αξιολόγησης
Τυχαίες λέξεις
Zainfekować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν