Zajęcie στα ελληνικά

Μετάφραση: zajęcie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δραστηριότητα, κατοχή, σπασμός, αρραβώνες, εμπόριο, διεύθυνση, εργασία, επιχείρηση, δουλεύω, καθήκον, απευθύνω, δουλειά, υπόθεση, παίζω, επιτήδευμα, παριστάνω, επάγγελμα, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Zajęcie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • boksować στα ελληνικά - κάσα, κουτί, πυγμαχώ, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, box
  • bryłowy στα ελληνικά - στερεός, συμπαγής, στέρεο, Στερεά, συμπαγές
  • cywilizowany στα ελληνικά - προχωρημένος, πολιτισμένος, πολιτισμένη, πολιτισμένο, πολιτισμένες, πολιτισμένης
  • endoskop στα ελληνικά - ενδοσκόπιο, ενδοσκοπίου, του ενδοσκοπίου, ενδοσκοπίων, ενδοσκόπησης
Τυχαίες λέξεις
Zajęcie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δραστηριότητα, κατοχή, σπασμός, αρραβώνες, εμπόριο, διεύθυνση, εργασία, επιχείρηση, δουλεύω, καθήκον, απευθύνω, δουλειά, υπόθεση, παίζω, επιτήδευμα, παριστάνω, επάγγελμα, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία