Zakazywać στα ελληνικά

Μετάφραση: zakazywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδεικνύω, διαλαλώ, απαγόρευση, αποκλείω, αρνησικυρία, μπαρ, προκηρύσσω, φράζω, απαγορεύω, κάγκελο, εμποδίζω, αποκλεισμός, απαγορεύουν, απαγορεύει, να απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύσουν
Zakazywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antychryst στα ελληνικά - αντίχριστος, Αντίχριστο, Αντίχριστου, Αντιχρίστου, antichrist
  • dobroczynny στα ελληνικά - καλοκάγαθος, φρόνιμος, ήπιος, συνετός, ωφέλιμος, ευγενικά, επωφελής, ...
  • emisja στα ελληνικά - θέμα, εκκρίνω, έκλυση, εκπομπή, μεταβίβαση, εκπυρσοκρότηση, τεύχος, ...
  • heliograf στα ελληνικά - ηλιογράφος, ηλιογραφία, του ηλιογραφία
Τυχαίες λέξεις
Zakazywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδεικνύω, διαλαλώ, απαγόρευση, αποκλείω, αρνησικυρία, μπαρ, προκηρύσσω, φράζω, απαγορεύω, κάγκελο, εμποδίζω, αποκλεισμός, απαγορεύουν, απαγορεύει, να απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύσουν