Αρνησικυρία στα πολωνικά
Μετάφραση: αρνησικυρία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakazywać, zakaz, weto, wetować, veto, weta, weto w
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρνησικυρία
αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία συνωνυμο, λαϊκή αρνησικυρία, αρνησικυρία τι είναι, αναβλητική αρνησικυρία, αρνησικυρία λεξικό γλώσσας πολωνικά, αρνησικυρία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αρμόζων στα πολωνικά - stosowny, twarzowy, dopasowywanie, instalacja, Fitting, montażu, montaż
- αρνί στα πολωνικά - baranek, baranina, jagnięcina, jagnię, roszponka, owieczka, lamb
- αρνητικά στα πολωνικά - przecząco, ujemnie, odmownie, ujemny, negatywny, negatyw, negatywne, ...
- αρουραίος στα πολωνικά - sprzedawczyk, szuja, szczur, rat, szczura, szczurów, szczury
Τυχαίες λέξεις
Αρνησικυρία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zakazywać, zakaz, weto, wetować, veto, weta, weto w
Μεταφράσεις: zakazywać, zakaz, weto, wetować, veto, weta, weto w