Zakwestionować στα ελληνικά

Μετάφραση: zakwestionować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζήτημα, αντιπαράθεση, ερώτημα, εγκαλώ, ερώτηση, ανακρίνω, λόγω, εν λόγω
Zakwestionować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arogancki στα ελληνικά - αγροίκος, υπερόπτης, αλαζονικός, θρασύς, υπεροπτικός, αλαζόνας, αυθάδης, ...
  • bagatela στα ελληνικά - εντοπίζω, πραγματάκι, μηδαμινό τι, Bagatelle, μπαγκατέλα
  • buldożer στα ελληνικά - μπουλούκος, μπουλντόζα, μπουλντόζας, εκσκαφέας, μπουλντόζες
  • dolewać στα ελληνικά - προσθέτω, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
Τυχαίες λέξεις
Zakwestionować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζήτημα, αντιπαράθεση, ερώτημα, εγκαλώ, ερώτηση, ανακρίνω, λόγω, εν λόγω