Zastosować στα ελληνικά

Μετάφραση: zastosować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφαρμόζω, διασκευάζω, εργαλείο, αιτούμαι, υιοθετώ, βάζω, αποδέχομαι, όργανο, υλοποιώ, προσαρμόζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Zastosować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezawaryjny στα ελληνικά - αξιόπιστος, εχέγγυος, συνεπής, φερέγγυος, χωρίς προβλήματα, απροβλημάτιστη, απρόσκοπτη, ...
  • bliskie στα ελληνικά - κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
  • drybling στα ελληνικά - καταβρέχω, τρίπλα, ντρίμπλα, dribble, ντρίπλα, ντρίμπλας
  • ewakuować στα ελληνικά - εκκενώνω, εκκενώσουν, εκκενώσει, εκκένωση, εκκενώνουν, εκκενωθεί
Τυχαίες λέξεις
Zastosować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφαρμόζω, διασκευάζω, εργαλείο, αιτούμαι, υιοθετώ, βάζω, αποδέχομαι, όργανο, υλοποιώ, προσαρμόζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν