Zatrzymywać στα ελληνικά
Μετάφραση: zatrzymywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακοπή, κατακρατώ, καθυστερώ, διατηρώ, σταματώ, παγώνω, συλλαμβάνω, παύση, κλειδαριά, διακόπτω, παρακωλύω, εξακολουθώ, δυσχεραίνω, διατριβή, μένω, καταψύχω, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- celować στα ελληνικά - διαπρέπω, βλέψη, αποβλέπω, σκοπός, σκοπεύω, υπερακοντίζω, excel, ...
- chwycić στα ελληνικά - πιάνω, σφίγγω, απομόνωση, αρπάζω, πασπατεύω, συλλαμβάνω, κλώσημα, ...
- dzisiaj στα ελληνικά - σήμερα, σημερινή, και σήμερα, σημερινής
- fioletowy στα ελληνικά - μωβ, μενεξές, βιολέτα, βιολετί, ιώδες, μοβ, ιώδους
Τυχαίες λέξεις
Zatrzymywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακοπή, κατακρατώ, καθυστερώ, διατηρώ, σταματώ, παγώνω, συλλαμβάνω, παύση, κλειδαριά, διακόπτω, παρακωλύω, εξακολουθώ, δυσχεραίνω, διατριβή, μένω, καταψύχω, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις: διακοπή, κατακρατώ, καθυστερώ, διατηρώ, σταματώ, παγώνω, συλλαμβάνω, παύση, κλειδαριά, διακόπτω, παρακωλύω, εξακολουθώ, δυσχεραίνω, διατριβή, μένω, καταψύχω, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει