Zawezwać στα ελληνικά

Μετάφραση: zawezwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλώ, καλέσει, καλούν, να καλέσει, κλητεύει, επιδείξουν
Zawezwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bażant στα ελληνικά - φασιανός, φασιανό, φασιανού, φασιανοί, φασιανών
  • bezpestkowy στα ελληνικά - χωρίς κουκούτσια
  • cyngiel στα ελληνικά - σκανδάλη, ενεργοποίησης, σκανδάλης, έναυσμα, της σκανδάλης
  • draństwo στα ελληνικά - ευτέλεια, μικρότητες, μικροπρέπεια, τσιγκουνιά, η μιζέρια
Τυχαίες λέξεις
Zawezwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλώ, καλέσει, καλούν, να καλέσει, κλητεύει, επιδείξουν