Zawieszenie στα ελληνικά

Μετάφραση: zawieszenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστολή, ανακοπή, ανεβαίνω, όρος, αναβολή, ανακωχή, αυξάνομαι, ανάρτηση, βουνό, εκκρεμότητα, εναιώρημα, αναστολής, αιώρημα
Zawieszenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cynk στα ελληνικά - ψευδάργυρος, ψευδαργύρου, ψευδάργυρο, του ψευδαργύρου, ψευδάργυρου
  • debel στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, δίκλινα, διπλασιάζεται, διπλά, διπλασιάζει, ...
  • harówka στα ελληνικά - αδελφή, αγγαρεία, κόπος, μόχθος, τσιγάρο, αλέθω, άλεσμα, ...
  • hurtownia στα ελληνικά - αποθήκη, χονδρική πώληση, χονδρικής, χονδρική, χονδρικό, χονδρικής πώλησης
Τυχαίες λέξεις
Zawieszenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστολή, ανακοπή, ανεβαίνω, όρος, αναβολή, ανακωχή, αυξάνομαι, ανάρτηση, βουνό, εκκρεμότητα, εναιώρημα, αναστολής, αιώρημα