Zdejmować στα ελληνικά
Μετάφραση: zdejmować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλκάνι, εκδύω, γυμνώνω, μετακομίζω, εκδύομαι, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apostrof στα ελληνικά - αποστροφή, απόστροφος, απόστροφο, αποστρόφου, την απόστροφο
- diabeł στα ελληνικά - διάβολος, διάβολο, διαβόλου, του διαβόλου, ο διάβολος
- ilościowo στα ελληνικά - ποσοτικά, ποσοτική, ποσοτικώς, ποσοτικό, ποσοτικής
- inwigilacja στα ελληνικά - επιτήρηση, επιτήρησης, εποπτείας, εποπτεία, εποπτείας της
Τυχαίες λέξεις
Zdejmować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλκάνι, εκδύω, γυμνώνω, μετακομίζω, εκδύομαι, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
Μεταφράσεις: καλκάνι, εκδύω, γυμνώνω, μετακομίζω, εκδύομαι, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει