Zdyscyplinować στα ελληνικά

Μετάφραση: zdyscyplinować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειθαρχώ, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Zdyscyplinować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • budowla στα ελληνικά - κτήριο, υφή, ανέγερση, δομή, κατασκευή, κτίριο, κτιρίου, ...
  • cholewa στα ελληνικά - πόδι, στάδιο
  • elokwentnie στα ελληνικά - εύγλωττα, ευγλωττία, ευφράδεια, εύγλωττο τρόπο, εύστοχα
  • etatowy στα ελληνικά - μόνιμος, διαρκής, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο
Τυχαίες λέξεις
Zdyscyplinować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειθαρχώ, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία