Zgrupować στα ελληνικά

Μετάφραση: zgrupować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όμιλος, συγκρότημα, σύμπλεγμα, ομάδα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
Zgrupować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bankierski στα ελληνικά - τραπεζίτες, Οι τραπεζίτες, Bankers, τους τραπεζίτες, Τραπεζιτών
  • cyprys στα ελληνικά - κυπαρίσσι, κυπαρίσσια, κυπαρισσιού, κυπαρισσιών, το κυπαρίσσι
  • egzystencjalizm στα ελληνικά - υπαρξισμός, υπαρξισμό, υπαρξισμού, ο υπαρξισμός, τον υπαρξισμό
  • fantom στα ελληνικά - φάντασμα, Phantom, φαντασμική, διακεκομμένες γραμμές, φαντάσματος
Τυχαίες λέξεις
Zgrupować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όμιλος, συγκρότημα, σύμπλεγμα, ομάδα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας