Λέξη: αρτηρία
Σχετικές λέξεις: αρτηρία
αρτηρία αναγέννησης στην καρδιά της αθήνας, κοιλιακή αρτηρία, αρτηρία φλέβα, αρτηρία ετυμολογία, αρτηρία adamkiewicz, αρτηρία του adamkiewicz, αρτηρία λευκάδα, μηριαία αρτηρία, στεφανιαία αρτηρία, αρτηρία του βραχίονα
Μεταφράσεις: αρτηρία
αρτηρία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
artery, bus, artery was, artery is, the artery
αρτηρία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arteria, la arteria, arterial, arterias, de la arteria
αρτηρία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pulsader, hauptader, schlagader, arterie, Arterie, Schlagader, Arterien, Arteria
αρτηρία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
artère, l'artère, artères, artérielle
αρτηρία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arteria, dell'arteria, arterie, un'arteria, arteriosa
αρτηρία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
artéria, arterial, da artéria, artérias, de artéria
αρτηρία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slagader, arterie, ader, arteria, arteriële
αρτηρία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
артерия, магистраль, артерии, артерий, артерию, артерией
αρτηρία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arterie, arterien, Arteria, lunge, pulsåren
αρτηρία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
artär, artären
αρτηρία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valtimo, valtimon, valtimoon, artery, valtimoiden
αρτηρία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pulsåre, arterie, arterien, artery, arteria
αρτηρία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tepna, arterie, tepny, artérie, tepen
αρτηρία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tętnica, arteria, kończyna, tętnicy, tętnic, tętnicę
αρτηρία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
artéria, artériát, artériába, arteria, az arteria
αρτηρία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arter, arterin, arteri, damar, atardamar
αρτηρία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
магістраль, артерія
αρτηρία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arteria, arterie, arteries, arterie e, arterien
αρτηρία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
артерия, артерии, артериална, артериално
αρτηρία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
артэрыя
αρτηρία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arter, tuiksoon, arteri, arterisse, arterite
αρτηρία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
arterija, arterije, arterijska, arteriju, arteriji
αρτηρία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slagæð, æð, asðamar, slagæðin, kransæðavíkkun
αρτηρία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
arteria
αρτηρία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
arterija, arterijų, arterijos, širdies, arterijoje
αρτηρία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
artērija, artēriju, artērijas, sirds, artērijā
αρτηρία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
артерија, артеријата, артериска, артерии, артериски
αρτηρία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arteră, artera, arterei, arterelor, artere
αρτηρία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
arterije, arterij, arterija, arterijo, arterijska
αρτηρία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tepna, artérie, artéria, tepnu do centra, tepny
Τυχαίες λέξεις