Zobaczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: zobaczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέπω, εντοπίζω, σπυρί, μέρος, βούλα, άποψη, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε
Zobaczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bujny στα ελληνικά - ενθουσιώδης, βαθμολογώ, βαθμός, κατατάσσω, αχαλίνωτος, άφθονος, βαθμίδα, ...
  • chrzanić στα ελληνικά - κροκάλα, Βότσαλο, κροκάλες, cobble, λιθόστρωτους
  • doczesny στα ελληνικά - γήινος, εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, τετριμμένος, χρονική, χρονικής, ...
  • figurynka στα ελληνικά - αγαλματάκι, αγαλμάτιο, αγαλματίδιο, ειδώλιο, άγαλμα
Τυχαίες λέξεις
Zobaczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέπω, εντοπίζω, σπυρί, μέρος, βούλα, άποψη, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε