Zrabować στα ελληνικά
Μετάφραση: zrabować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ληστεύω, τουφέκι, καραμπίνα, ξεγυμνώνω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
Μεταφράσεις
- bezżenny στα ελληνικά - άγαμος, άγαμα, άγαμων, ανύπαντρα, άγαμο
- chirurg στα ελληνικά - χειρουργός, χειρουργό, χειρούργος, χειρούργο, χειρουργού
- długoletni στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, πολύχρονη, μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμο, την πολύχρονη, μακράς διαρκείας
- ewidentny στα ελληνικά - διαυγής, έκδηλος, ελευθερώνω, προφανής, εναργής, εμφανής, προφανές, ...
Τυχαίες λέξεις
Zrabować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ληστεύω, τουφέκι, καραμπίνα, ξεγυμνώνω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
Μεταφράσεις: ληστεύω, τουφέκι, καραμπίνα, ξεγυμνώνω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob