Zszokować στα ελληνικά
Μετάφραση: zszokować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραδασμός, κρούση, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- baloniarz στα ελληνικά - αεροναύτης, balloonist
- bartłomiej στα ελληνικά - Bartłomiej, Ο Bartłomiej, τον Bartłomiej, του Bartłomiej, στον Bartłomiej
- cykloida στα ελληνικά - κυκλοειδής, cycloid
- groszek στα ελληνικά - μπιζέλι, μπιζέλια, αρακάς, τα μπιζέλια, πίσα, αρακά
Τυχαίες λέξεις
Zszokować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραδασμός, κρούση, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Μεταφράσεις: κραδασμός, κρούση, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock