Zszywka στα ελληνικά
Μετάφραση: zszywka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασικός, κύριος, συνδετήρας, συνεχείς, μη συνεχών, μη συνεχείς, ασυνεχών, ασυνεχείς
Μεταφράσεις
- drzeworytnik στα ελληνικά - ξύλο, ξυλοκόπος, ξυλοκόπο, υλοτόμος, woodcutter, ξυλοκόπου
- ekstensja στα ελληνικά - έκταση, προέκταση, επέκταση, οι επεκτάσεις, οι προεκτάσεις, επεκτάσεις, παρατάσεις, ...
- falowanie στα ελληνικά - ξεχύνομαι, κελαρύζω, κύμα, κυμάτισμα, κυματισμός, διακύμανση, οδόντωσης, ...
- gęś στα ελληνικά - χήνα, χήνας, χήνες, της χήνας, χηνών
Τυχαίες λέξεις
Zszywka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασικός, κύριος, συνδετήρας, συνεχείς, μη συνεχών, μη συνεχείς, ασυνεχών, ασυνεχείς
Μεταφράσεις: βασικός, κύριος, συνδετήρας, συνεχείς, μη συνεχών, μη συνεχείς, ασυνεχών, ασυνεχείς