Zwiększać στα ελληνικά
Μετάφραση: zwiększać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνω, βελτιώνω, πάνω, αυξάνω, προστίθεμαι, ενισχύω, αύξηση, προκύπτω, ανεβάζω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- barwoczuły στα ελληνικά - παγχρωματικός, πανχρωματική, παγχρωματική, παγχρωματικές, παγχρωματικό
- czcigodnie στα ελληνικά - σεβάσμιος, Σεβάσμιο, Σεπτού, Σεβάσμια, το Σεβάσμιο
- farsz στα ελληνικά - χορταστικός, γέμισμα, σφράγισμα, γέμιση, παραγέμισμα, γέμισης, το παραγέμισμα
- indoktrynować στα ελληνικά - κατηχώ πολιτική, διαπαιδαγωγούν, εμποτιστούν τα, κατηχήσει, να κατηχεί
Τυχαίες λέξεις
Zwiększać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνω, βελτιώνω, πάνω, αυξάνω, προστίθεμαι, ενισχύω, αύξηση, προκύπτω, ανεβάζω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: άνω, βελτιώνω, πάνω, αυξάνω, προστίθεμαι, ενισχύω, αύξηση, προκύπτω, ανεβάζω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει