Acepipe στα ελληνικά

Μετάφραση: acepipe, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέρασμα, μεταχειρίζομαι, κερνώ, λεπτότητα, θεραπεύω, λιχουδιά, έδεσμα, λιχουδιάς, ευαισθησία
Acepipe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acento στα ελληνικά - τόνος, προφορά, έμφαση, έμφασης, τόνο, ανάδειξης
  • acentuar στα ελληνικά - στρες, τονίζω, άγχος, τόνος, επιτείνει, τονίσουν, οξύνει, ...
  • acerar στα ελληνικά - ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
  • acerbo στα ελληνικά - οξύ, οξύς, ξυδάτο, οξώδη, vinegary, οξώδες, ξιδάτο
Τυχαίες λέξεις
Acepipe στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέρασμα, μεταχειρίζομαι, κερνώ, λεπτότητα, θεραπεύω, λιχουδιά, έδεσμα, λιχουδιάς, ευαισθησία