Acreditar στα ελληνικά

Μετάφραση: acreditar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεωρώ, πιστεύω, βαθύς, κρίνω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
Acreditar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acotovelar στα ελληνικά - αγκώνας, αγκώνα, τον αγκώνα, του αγκώνα, αγκώνων
  • acre στα ελληνικά - μυτερός, οξύς, έντονος, κοφτερός, αιφνίδιος, οξυδερκής, στρέμμα, ...
  • acredite στα ελληνικά - εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, πιστεύω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
  • acrescentar στα ελληνικά - προσθέτω, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, να προσθέσετε
Τυχαίες λέξεις
Acreditar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεωρώ, πιστεύω, βαθύς, κρίνω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν