Κρίνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κρίνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deduza, julgue, acreditar, crer, descontar, juiz, julgar, juiz de, juíza, juízes
Κρίνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρίνω

κρίνω ετυμολογία, κρίνω συνώνυμο, κρίνω αρχικοί χρόνοι, κρίνω english, κρίνω λύνω, κρίνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κρίνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κρίμα στα πορτογαλικά - lastimar, piedade, jarro, pena, compaixão, lástima, coitado
  • κρίνος στα πορτογαλικά - lírio, provavelmente, Lily, lírio de, do lírio, de lírio
  • κρίση στα πορτογαλικά - crise, crises, de crises, crise de, de crise
  • κρίσιμος στα πορτογαλικά - crítico, crítica, fundamental, críticos, críticas
Τυχαίες λέξεις
Κρίνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: deduza, julgue, acreditar, crer, descontar, juiz, julgar, juiz de, juíza, juízes