Alcançar στα ελληνικά

Μετάφραση: alcançar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτυγχάνω, σουξέ, κατορθώνω, φτάνω, βαρώ, κατασκευάζω, πραγματοποιώ, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, καταφέρω, χτυπώ, απολαβή, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, καλύψει τη διαφορά
Alcançar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alcachofra στα ελληνικά - αγκινάρα, αγκινάρας, της αγκινάρας, αγκινάρες, την αγκινάρα
  • alcance στα ελληνικά - φτάνω, αντιδρώ, ξεπερνώ, κατορθώνω, φάσμα, προσπερνώ, επιτυγχάνω, ...
  • alcaparra στα ελληνικά - κάπαρη, κάππαρη, κάπαρης, κάππαρης, η κάπαρη
  • alcatrão στα ελληνικά - ναύτης, πίσσα, καθυστερημένος, αργός, κλυδωνίζομαι, κατράμι, πίσσας, ...
Τυχαίες λέξεις
Alcançar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτυγχάνω, σουξέ, κατορθώνω, φτάνω, βαρώ, κατασκευάζω, πραγματοποιώ, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, καταφέρω, χτυπώ, απολαβή, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, καλύψει τη διαφορά