Amputar στα ελληνικά
Μετάφραση: amputar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκόβω, ακρωτηριάζω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amplo στα ελληνικά - πλατύς, απέραντος, ευρύς, εκτεταμένος, άφθονος, φαρδύς, αρκετός, ...
- ampola στα ελληνικά - γλόμπος, βολβός, αμπούλα, φύσιγγα, αμπούλας, φύσιγγας, φιαλίδιο
- ampute στα ελληνικά - ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
- amuleto στα ελληνικά - φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
Τυχαίες λέξεις
Amputar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκόβω, ακρωτηριάζω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Μεταφράσεις: ξεκόβω, ακρωτηριάζω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν