Ξεκόβω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amputar, ampute, desmamar, wean, afastar, desmame, o desmame
Ξεκόβω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεκόβω

ξεκόβω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ξεκόβω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ξεκουραστικός στα πορτογαλικά - repousante, restful, tranqüilas, reparador, tranquilo
  • ξεκούραση στα πορτογαλικά - descanso, relaxamento, relaxation, de relaxamento, relaxar, abrandamento
  • ξελογιάζω στα πορτογαλικά - sedimentar, seduzir, desencaminhar, seduzi, seduza, seduzem
  • ξεμέθυστος στα πορτογαλικά - sóbrio, parco, comedido, sober, sóbria, sóbrios, sóbrias
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: amputar, ampute, desmamar, wean, afastar, desmame, o desmame